- αποπολις
- ἀπόπολιςἀπό-πολιςпоэт. ἀπόπτολις -ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόπολις — far from the city fem nom sg ἀπόπολις far from the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπολις — ἀπόπολις κ. πτολις, ( ιδος κ. εως), ο, η (Α) ο εξόριστος … Dictionary of Greek
ἀπόπτολιν — ἀπόπολις far from the city fem acc sg ἀπόπολις far from the city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπτολις — ἀπόπολις far from the city fem nom sg ἀπόπολις far from the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek